πύλωμα

πύλωμα
το, ΝΑ
νεοελλ.
στον πληθ. τα πυλώματα
ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν
αρχ.
η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. -ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυλωμάτων — πύλωμα gateway neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλώμασιν — πύλωμα gateway neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλώματα — πύλωμα gateway neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλώμαθ' — πυλώματα , πύλωμα gateway neut nom/voc/acc pl πυλώματι , πύλωμα gateway neut dat sg πυλώματε , πύλωμα gateway neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”