- πύλωμα
- το, ΝΑνεοελλ.στον πληθ. τα πυλώματαιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουναρχ.η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. -ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)].
Dictionary of Greek. 2013.